Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Όρια και διαπροσωπικές σχέσεις


Πολλές φορές αναρωτιόμαστε "Γιατί δε μίλησα ενώ είχα δίκιο;", "Γιατί έπρεπε να το κάνω αφού δεν ήθελα;", "Θα το καταπιώ κι αυτό". Όλες αυτές οι σκέψεις μας κατακλύζουν κατά τη διάρκεια της ζωής μας όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους. Για να κατανοήσουμε την έννοια των ορίων μπορούμε να την παρομοιάσουμε με τα σύνορα που διαχωρίζουν τις διάφορες χώρες του κόσμου. Τα σύνορα υπάρχουν αφενός για να προστατεύεται η κάθε χώρα με τους νόμους της και αφετέρου για να μπορεί να γίνονται συναλλαγές με τις άλλες χώρες. Το να θέτουμε τα δικά μας όρια μας επιτρέπει να διατηρούμε την προσωπικότητα και τα "θέλω" μας ακέραια απέναντι στους άλλους και παράλληλα να μπορούμε να να διατηρούμε με τους σημαντικούς άλλους της ζωής μας, σχέσεις με νόημα και σεβασμό. Το να βάζουμε όρια είναι μία δυναμική διαδικασία που κρατάει όλη μας τη ζωή. Μαθαίνουμε για τα όρια από πολύ νωρίς, ήδη από τη βρεφική ηλικία και μέσα από το οικογενειακό μας περιβάλλον, τον τρόπο που μεγαλώνουμε, και την κοινωνία στην οποία συμμετέχουμε.


Τι συμβαίνει όταν δεν βάζουμε όρια στις σχέσεις μας;

Η έλλειψη διαπροσωπικών ορίων είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα σε μία σχέση, είτε αυτή είναι συζυγική, οικογενειακή ή φιλική.
- Όταν δεν είμαστε σε θέση να τηρήσουμε τα όρια μας και να προστατεύσουμε το ζωτικό μας χώρο αισθανόμαστε ασφυκτικά μέσα στις σχέσεις μας, παραμένουμε ανικανοποίητοι και με ένα αίσθημα ματαίωσης, καθώς «ερχόμαστε τελευταίοι» προσπαθώντας πάντα να λέμε «ναι σε όλα».
- Μην έχοντας όρια, κρατάμε τον εαυτό μας, τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες μας κρυφές και στερούμε έτσι από τον εαυτό μας τη χαρά μιας βαθιάς και ικανοποιητικής σχέσης μέσα στην οποία μπορούμε να είμαστε αυθεντικοί.
- Μειώνουμε την αυτοεκτίμησή μας, καθώς αισθανόμαστε όλο και λιγότερο ικανοί να διεκδικήσουμε αυτό που θέλουμε για τον εαυτό μας, να αρνηθούμε αυτό που δε θέλουμε και κυρίως να συνυπάρχουμε με ίσους όρους.

Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο να βάλουμε όρια;

Όπως συμβαίνει σε κάθε διαδικασία αλλαγής, είναι πολύ σημαντικό να ανακαλύψουμε γιατί δυσκολευόμαστε να τηρήσουμε τα ζωτικά μας όρια.
Τι είναι αυτό που μας κάνει πραγματικά να υποχωρούμε, να λέμε ναι όταν μάλλον εννοούμε όχι, να αφήνουμε τους άλλους να μπαίνουν στο χώρο μας; Πέρα από τις επιρροές της οικογένειάς μας, ο τρόπος που βλέπουμε τον εαυτό μας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το πόσο μπορούμε να επιμείνουμε στα όρια μας:
- θέλουμε να μας αγαπούν, να μας συμπαθούν και να μας αποδέχονται και πολύ συχνά κάνουμε το λάθος να θεωρούμε ότι όσο περισσότερα ναι λέμε, τόσο περισσότερη αγάπη θα πάρουμε.
- φοβόμαστε ότι θα μας εγκαταλείψουν.
- αισθανόμαστε ότι τα δικά μας θέλω και οι δικές μας ανάγκες δεν είναι τόσο σημαντικές όσο των άλλων γύρω μας.
- δε βάλαμε όρια στις αρχές της σχέσης μας και τώρα μοιάζει να είναι πολύ αργά.
- δε βρίσκουμε τον τρόπο να πούμε αυτό που πραγματικά αισθανόμαστε και καταλήγουμε να χάνουμε το δίκιο μας.
- δεν έχουμε σαφή εικόνα για το ποια είναι τα όρια μας.
- έχουμε πειστεί πώς αγάπη σημαίνει να μην υπάρχουν όρια και πώς κάθε προσπάθεια να οριοθετήσουμε τις σχέσεις μας είναι σημάδι εγωισμού.

Πώς βάζουμε όρια στις σχέσεις μας;

- Διαλέγουμε την κατάλληλη στιγμή για να συζητήσουμε αυτό που μας ενοχλεί. Προσπαθούμε να μη «μαζεύουμε» θυμό από αμέτρητες υποχωρήσεις, αλλά να αντιμετωπίζουμε ένα θέμα τη φορά όταν παρουσιάζεται η ευκαιρία.
- Διαλέγουμε τα θέματα που μας επηρεάζουν πιο αρνητικά και υποστηρίζουμε με σταθερότητα τον εαυτό μας για να περάσουμε το σωστό μήνυμα.
- Περιχαρακώνουμε τον πυρηνικό μας εαυτό, αλλά δεν υψώνουμε τοίχους γύρω μας. Προσπαθούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει με τρόπο που να ανταποκρίνεται στη σχέση και τον άνθρωπο με τον οποίο συζητάμε.
- Χρησιμοποιούμε το «εγώ» αντί για το «εσύ». Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι τα όρια μας είναι ζωτικά για εμάς και προκύπτουν από μέσα μας. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο «Δε με σέβεσαι» και στο «Εγώ αισθάνομαι ότι δε με σέβεσαι».
Ενώ φαίνεται πιο εύκολο να κατηγορούμε τους άλλους ότι «εισβάλλουν» στα όρια μας, είναι ακριβώς αλήθεια; Μήπως κι εμείς έχουμε αφήσει τα όρια μας αφύλακτα;


Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Πως επιλέγουμε ερωτικό σύντροφο;

Είναι τυχαία η επιλογή ή όχι;
Η επιλογή συντρόφου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής του ατόμου. Συνήθως επιλέγουμε το σύντροφο μας με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά που εντοπίζουμε σε αυτόν και στον εαυτό μας. Τέτοια χαρακτηριστικά μπορεί να είναι η κοινή εθνικότητα, τα κοινά ενδιαφέροντα και οι αξίες, το κοινό μορφωτικό επίπεδο και άλλα. Σύμφωνα με έρευνες οι μεγάλες διαφορές ανάμεσα στους συντρόφους οδηγούν συνήθως στη διακοπή της σχέσης (Acock & Demo, 1994).

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud η επιλογή συντρόφου είναι ασυνείδητη. Το άτομο δεν έχει επίγνωση των αναζητήσεων του. Ασυνείδητα επιλέγουμε τον σύντροφο μας με βάση τη συμπληρωματικότητα, δηλαδή επιλέγουμε το σύντροφο, ο οποίος θα συμπληρώσει τις ανάγκες μας. Η ύπαρξη συμπληρωματικότητας στη σχέση των μελών που επικοινωνούν δεν δημιουργεί από μόνη της κάποιο πρόβλημα. Αντιθέτως με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται καλή επικοινωνία ανάμεσα στο ζευγάρι. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η σχέση παύει να είναι λειτουργική και καταλήγει στη διάκριση υπεροχής και κατωτερότητας μεταξύ των συντρόφων. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν ο σύντροφος μπορεί να έχει επιλέξει ένα άλλο άτομο, το οποίο εκφράζει το τμήμα του εαυτού του που ο ίδιος/ η ίδια έχει καταπιέσει και αρνείται. Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει αρνητικό ταίριασμα μεταξύ των συντρόφων. 
Οι κοινές μας εμπειρίες
Από την αρχή της σχέσης οι δύο σύντροφοι μοιράζονται κοινές εμπειρίες, οι οποίες διαμορφώνουν μια κοινή ταυτότητα. Στη συνέχεια ο κάθε σύντροφος καταθέτει στη σχέση τις δικές του θέσεις, στάσεις, αξίες και συμπεριφορές και τις μοιράζεται με τον άλλον. Οι κοινές εμπειρίες που έχει το ζευγάρι στα πλαίσια της συνύπαρξης του είναι πολλές και επηρεάζουν σημαντικά την ταυτότητα του. Η γνωριμία, οι προσωπικές τους στιγμές ακόμα και οι καβγάδες είναι εμπειρίες που φέρνουν κοντά τους συντρόφους και διαμορφώνουν μια κοινή πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Broderick (1993, σελ. 189) οι κοινές αυτές εμπειρίες διαμορφώνουν ένα βαθύ "απόθεμα" μιας κοινής ιστορίας.

Λέντζου Βασιλική, Ψυχολόγος

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Το Νόημα στη Ζωή


Ο Victor Frankl (1963) ήταν από τους ιδρυτές της έννοιας του νοήματος ζωής στην επιστήμη της ψυχολογίας. Υποστήριξε ότι οι άνθρωποι λειτουργούν καλύτερα όταν αντιλαμβάνονται την αίσθηση του νοήματος και διαθέτουν ένα σκοπό ζωής, μια μοναδική αποστολή για την οποία αγωνίζονται. Άλλοι νεότεροι ερευνητές υποστήριξαν ότι το νόημα στη ζωή αποτελεί μέρος της ευημερίας και της ανάπτυξης του ανθρώπου. 
Το "Νόημα στη Ζωή" περιλαμβάνει δύο κύριες διαστάσεις, την κατανόηση και τον σκοπό (Steger, 2009)
  • Η κατανόηση είναι η ικανότητα του ατόμου να κατανοήσει τη ζωή του, τον εαυτό του, τον εξωτερικό κόσμο και το πως εντάσσεται και λειτουργεί το ίδιο μέσα σε αυτόν. Ουσιαστικά η διάσταση της κατανόησης αναφέρεται σε ένα συνδεδεμένο δίκτυο σχημάτων-μοτίβων δημιουργημένο σε ένα πλαίσιο νοήματος για τη ζωή.
  • Ο σκοπός αναφέρεται σε μακροπρόθεσμους στόχους που κινητοποιούν ιδιαίτερα τους ανθρώπους, για τους οποίους αισθάνονται μεγάλο πάθος και ισχυρή δέσμευση.



Οι Roy Baumeister & Kathleen Vohs (2005, p. 610) συσχετίζουν την αναζήτηση νοήματος στη ζωή με τέσσερις κύριες ανάγκες:

ΣκοπόςΤα γεγονότα του παρόντος αντλούν νόημα από τη σχέση τους με μελλοντικά αποτελέσματα 

Αξίεςοι οποίες μπορούν να δικαιολογούν συγκεκριμένες πορείες δράσης

Αποτελεσματικότητα: η πίστη ότι κάποιος μπορεί να τα καταφέρει και να διακριθεί

Προσωπική αξία: λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι είναι ένα καλό και άξιο σεβασμού άτομο.

Η έρευνα έχει δείξει ότι η ύπαρξη νοήματος ζωής έχει σταθερή και θετική σχέση με διάφορες συνιστώσες της ευημερίας του ανθρώπου (Reker, Peacock & Wong, 1987). Η ικανοποίηση από τη ζωή είναι μία από αυτές. Όταν τα πράγματα πάνε καλά και οι άνθρωποι χαίρονται με ευχάριστες, αρεστές, και επιτυχείς δραστηριότητες, τα θετικά συναισθήματα είναι πιθανώς αρκετά για να διατηρήσουν ένα υψηλό επίπεδο ευεξίας/ευημερίας.

Λέντζου Βασιλική, Ψυχολόγος